αηδονοπούλα

αηδονοπούλα
η
1. θηλυκό αηδόνι, αηδόνα
2. θηλυκός νεοσσός αηδόνας, αηδονάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + υποκοριστική κατάλ. -πούλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”